έχθιστος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔχθιστος, -ίστη, -ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, -άτη, -ον)
ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ' Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ.
β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.)
αρχ.
ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι, πάντες ἴστε», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. υπερθ. του επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιστος (πρβλ. αίσχ-ιστος < αισχρός, ήδ-ιστος < ηδύς)].