πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα)μέσο θεραπείας, φάρμακομσν.-αρχ.θεραπείααρχ.καταπράυνση, κατευνασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + κατάλ. -μα (πρβλ. θρύλη-μα, ποίη-μα)].