Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἀδηλόφλεβος, -ον (Α)αυτός που έχει αόρατες, αφανείς φλέβες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄδηλος + φλέψ.