αδύνατος

Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδύνατος, -ον)
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος
2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος
3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή επιβολή στους άλλους, αδύναμος
4. αυτός που δεν έχει ικανότητα ή επιτηδειότητα για κάτι, αυτός που αδυνατεί να κάνει κάτι
5. (το ουδ. ως απρόσ. έκφρ.) αδύνατο(ν) [(ενν.) είναι ή εστί]
είναι ακατόρθωτο, απραγματοποίητο ή δύσκολο
νεοελλ.
1. (για έμψυχα) που δεν έχει μεγάλο βάρος, άπαχος, αχαμνός, ισχνός
2. που δεν έχει μεγάλη αντοχή, ο μη ανθεκτικός
3. φρ. «κάνω τα αδύνατα δυνατά», καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πετύχω κάτι
αρχ.
1. που δεν έχει καμιά δύναμη ή χρησιμότητα, άχρηστος, κατεστραμμένος
2. το αρσ. ως ουσ.ἀδύνατος
άνθρωπος ανίκανος να υπηρετήσει ως στρατιώτης λόγω ασθενείας, αναπηρίας ή φτώχειας
3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀδύνατοι
στο αθηναϊκό δίκαιο, όσοι κρίνονταν ανίκανοι λόγω σωματικής αναπηρίας να κερδίσουν τα προς το ζην και έπαιρναν από την πολιτεία χρηματικό βοήθημα (βλ. και λ. αδύνατοι)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδύνατον έλλειψη δυνάμεως, αδυναμία
5. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά ἀδύνατα
αδυναμίες, ελλείψεις
6. φρ. «αδύνατος χρήμασι», φτωχός
«ἀδυνάτως ἔχω», α) είμαι αδύναμος, ανίκανος
β) είμαι αδιάθετος, άρρωστος
«ἀδυνάτως ἔχει», είναι αδύνατον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -στερητ. + δυνατός.
ΠΑΡ. ἀδυνατῶ
αρχ.
ἀδυνασία
νεοελλ.
αδυνατεύω, αδυνατία, αδυνατότητα
μσν.- νεοελλ.
αδυνατίζω].