ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ο και δωρ. ἀγροβότας (Α)αυτός που τρέφεται ή κατοικεί στους αγρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + βότης < βόσκω.