αθανής
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ές, A undying, immortal, ψυχή Max.Tyr.16.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθᾰνής: -ές, = ὁ μὴ ἀποθνήσκων, ψυχή, Μάξ. Τύρ. 28. 2.
Spanish (DGE)
-ές
inmortal ψυχή Max.Tyr.10.2, ἀθανῆ καὶ θνητόν Rom.Mel.28.λγʹ.2.1.
Greek Monolingual
ἀθανής, -ές (Μ)
ο αθάνατος
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -θανής < θ. θαν- του ἔθανον < θνήσκω.