παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
-οαυτός που περιέχει άζωτο. Π. χ. αζωτούχο λίπασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άζωτο + -ούχος < έχω].