εὐκτήριος

From LSJ
Revision as of 20:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκτήριος Medium diacritics: εὐκτήριος Low diacritics: ευκτήριος Capitals: ΕΥΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: euktḗrios Transliteration B: euktērios Transliteration C: efktirios Beta Code: eu)kth/rios

English (LSJ)

α, ον,    A of or for prayer, οἶκος Cod.Just.1.2.15 Intr.    II Subst. εὐκτήριον, τό, oratory, Just.Nov.131.7 Intr., Rev.Bibl.1911.287 (Jericho, vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1076] ον, zum Beten gehörig, z. B. οἶκος, K. S.; τὸ εὐκτήριον, Beifall, ibd.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκτήριος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς προσευχήν, εὐκτήριος οἶκος Συλλ. Ἐπιγρ. 8638, Εὐσέβ. Π. 928Α, Βασίλ. IV. 473Β, Δίδ. Ἀλ. 589Β, κλ. ΙΙ. εὐκτήριον, τό, ἰδιαίτερον μέρος πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, παρεκκλήσιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8668, Γρηγ. Θαυματουργ. 1048Α, Δίδ. Ἀλ. 589C, Ἐπιφάν. ΙΙ. 757D, κλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ εὐκτήριος, -ία, -ον)
1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή
2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριο
μέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τήριος < ρίζα ευχ- (εύχομαι) + κατάλ. -τήριος. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και απλοποίηση του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (efktirios > fktirios > ktirios) στη φράση ευκτήριος (οίκος) προέκυψε το κτήριο με σημασία «οικοδόμημα»].