εὐωδιάζω
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
A have a sweet savour, 'bouquet', οἶνος -άζων LXX Za.9.17: c. acc. cogn., ὀσμὴν εὐ. emit a sweet savour, ib.Si.39.14:—Pass., to be fragrant, Str.15.2.3, Dsc.2.76.8.
German (Pape)
[Seite 1111] wohlriechend machen, Sp.; ὀσμήν, einen Wohlgeruch von sich geben, LXX. – Pass. wohlriechend sein, angenehm duften, Strab. XV, 721; Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωδιάζω: κάμνω τι νὰ γίνῃ εὐῶδες, νὰ «μοσχοβολᾷ», Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 144, 178, 256, Κλήμ. Ἀλ. 933, 12· καὶ γῆν εὐωδιάζοντες συγκράτοις εὐοδμίαις Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 83, κλ. 2) ἐκπέμπω εὐωδίαν, εἶμαι εὐώδης, ὡς καὶ νῦν, Θεόδ. Στουδ. σ. 442, «ἄνθη καλλίπνοα εὐωδιάζοντα» Ἡσύχ. ἐν λ. κρίνα. Παθ., εὐωδιαζομένην ἅμα καὶ ὑγιεινότερον τὸν ἀέρα ἔχουσαν παρὰ τοῦτο Στράβ. 721· τὸ δὲ ὀρνίθειον καὶ χήνειον στέαρ οὕτως ἂν εὐωδιασθῃ Διόσκ. 2. 91.
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐωδιάζω) ευωδία
1. αναδίδω ευωδιά, μυρίζω όμορφα, μοσχοβολώ
2. (μτβ.) προσδίδω ευωδιά σε κάποιον ή σε κάτι, τον κάνω να μοσχοβολά («γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της», Σολωμ.)
αρχ.
παθ. εὐωδιάζομαι
μοσχοβολώ.