κεραυνοσκοπεῖον

Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A machine for making thunder on the stage, Poll.4.127,130.

German (Pape)

[Seite 1423] τό, nach Poll. 4, 127. 130 im Theater die Donnermaschine, auf einer hohen Warte.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοσκοπεῖον: τό, μηχαναὶ πρὸς παραγωγὴν κεραυνῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πολυδ. Δ΄, 127 καὶ 130.

Greek Monolingual

κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α)
μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπεῖον (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο-σκοπείον, μετεωρο-σκοπείον].