κεδρίτης
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ, Wine A flavoured with κεδρία, Dsc.5.37.
German (Pape)
[Seite 1411] οἶνος, mit der Frucht der Ceder abgezogener Wein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρίτης: οἶνος, ῑ, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος ἐκ κεδρίων ἢ κέδρων, Διοσκ. 5. 57.
Greek Monolingual
κεδρίτης, ὁ (Α) κέδρος
φρ. «κεδρίτης οἶνος» — κρασί παρασκευασμένο με ρητίνη ή έλαιο κεδρελάτης.