μηκεδανός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν, (μῆκος) A long, AP11.345, Nonn.D.9.260, al.
German (Pape)
[Seite 171] (μῆκος, vgl. μακεδνός), lang; Pallads. (XI, 345); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
μηκεδᾰνός: -ή, -όν, (μῆκος) μακρός, Ἀνθ. Π. 11. 345, Συνεσ. Ὕμν. 3. 497.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
long.
Étymologie: μῆκος.
Greek Monolingual
μηκεδανός, -ή, -όν (Α)
μακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆκος, εκτεταμένη μορφή τοῦ μᾱκεδνός κατά το ἡπεδανός.
Greek Monotonic
μηκεδᾰνός: -ή, -όν (μῆκος), μακρύς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μηκεδᾰνός: длинный, длиннополый (καράκαλλον Anth.).