μισοψηφιστής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A hater of calculators, name of a mime by Philistion, Suid. s.v. Φιλιστίων (nisi leg. μιμο-).
German (Pape)
[Seite 192] ὁ, der die Rechner haßt, Suid. v. Φιλιστίων.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοψηφιστής: -οῦ, ὁ μισῶν τοὺς λογιστάς, ὄνομα δράματος τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Φιλιστίωνος, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλιστίων, (διάφ. γραφή: μιμοψηφιστής).
Greek Monolingual
μισοψηφιστής, ὁ (Α)
1. αυτός που μισεί τους λογιστές
2. ως κύριο όν. Μισοψηφιστής
τίτλος δράματος του Φιλιστίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ψηφιστής «λογιστής» (< ψηφίζομαι), πρβλ. ισο-ψηφιστής.