μοιρογνωμόνιον
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
τό, ( A μοῖρα 1.5, γνώμων) pointer on a dial in the διόπτρα, Hero Dioptr.34,al.
German (Pape)
[Seite 198] ὄργανον, τό, Gradmesser, ein astronomisches Instrument des Ptolemäus.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρογνωμόνιον: ὄργανον, τό, (μοῖρα Ι. 5, γνώμων), ἀστρονομικόν τι ὄργανον ὃ μετεχειρίζετο ὁ Πτολεμ. πρὸς καταμέτρησιν τῶν μοιρῶν.