μονομελής

From LSJ
Revision as of 12:48, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομελής Medium diacritics: μονομελής Low diacritics: μονομελής Capitals: ΜΟΝΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: monomelḗs Transliteration B: monomelēs Transliteration C: monomelis Beta Code: monomelh/s

English (LSJ)

Ion. μουνο-, ές,    A consisting of a single limb, γυῖα Emp. 58.

Greek (Liddell-Scott)

μονομελής: Ἰων. μουνο-, ές, ὁ ἔχων ἓν μόνον μέλος, ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς μόνου μέλους, Σιμπλίκ. in Philol. Mus. 2 σελ. 623.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μονομελής, -ές, Α ιων. τ. μουνομελής)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέλος («μονομελές δικαστήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι-μελής].