μυχλός
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for A stallionass, Id.; cf. μύκλα.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
Greek Monolingual
μυχλός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής
Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος].
Frisk Etymological English
See also: s. μύκλος.
Frisk Etymology German
μυχλός: {mukhlós}
See also: s. μύκλος.
Page 2,279