μυχλός

From LSJ
Revision as of 13:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχλός Medium diacritics: μυχλός Low diacritics: μυχλός Capitals: ΜΥΧΛΟΣ
Transliteration A: mychlós Transliteration B: mychlos Transliteration C: mychlos Beta Code: muxlo/s

English (LSJ)

σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for    A stallionass, Id.; cf. μύκλα.

German (Pape)

[Seite 224] s. μύκλα.

Greek (Liddell-Scott)

μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».

Greek Monolingual

μυχλός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής
Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος].

Frisk Etymological English

See also: s. μύκλος.

Frisk Etymology German

μυχλός: {mukhlós}
See also: s. μύκλος.
Page 2,279