οἴκει

From LSJ
Revision as of 14:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκει Medium diacritics: οἴκει Low diacritics: οίκει Capitals: ΟΙΚΕΙ
Transliteration A: oíkei Transliteration B: oikei Transliteration C: oikei Beta Code: oi)/kei

English (LSJ)

Adv.,    A = οἴκοι, Men.1044.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκει: Ἐπίρρ. = οἴκοι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456.

Greek Monolingual

οἴκει (Α)
επίρρ. βλ. οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. οἴκει έχει σχηματιστεί από το επίρρ. οἴκοι με ανομοιωτική τροπή του -οι σε -ει, ενώ κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική πτώση σε -ει].

Russian (Dvoretsky)

οἴκει: adv. Men. = οἴκοι.