πάγγεος

From LSJ
Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγγεος Medium diacritics: πάγγεος Low diacritics: πάγγεος Capitals: ΠΑΓΓΕΟΣ
Transliteration A: pángeos Transliteration B: pangeos Transliteration C: paggeos Beta Code: pa/ggeos

English (LSJ)

ον,    A holding the whole earth, ἅρμα Id.H.59.8; δῆμος, of the Roman people, Epigr.Gr.344.10 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 434] voet, für πάγγειος, die ganze Erde umfassend, πάγγεον ἅρμα διώκει δόξα, Orph. H. 58, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πάγγεος: -ον, ὁ κρατῶν σύμπασαν τὴν γῆν, ἅρμα Ὀρφ. Ὕμν. 58, 8.

Greek Monolingual

πάγγεος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά ολόκληρη τη γη
2. (για τον ρωμαϊκό δήμο) αυτός που εξουσιάζει ολόκληρη τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γεος (βλ. λ. γη), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].