παντονίκης
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A all-conquering, D.C.63.10.
German (Pape)
[Seite 464] ὁ, in Allem Sieger, D. Cass. 63, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παντονίκης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας νικῶν, Δίων Κ. 63. 10.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. πολυ-νίκης].