περίχολος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, A full of bile, διαχωρήματα Hp.Prorrh.1.53, Coac. 590.
German (Pape)
[Seite 601] voll Galle, sehr gallig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περίχολος: -ον, πλήρης χολῆς, διαχωρήματα Ἱππ. Προρρ. 72, πρβλ. 217Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
γεμάτος χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χόλος «οργή» (πρβλ. κατά-χολος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίχολος -ον [περί, χολή] vol gal. Hp.