πολιαίνομαι

From LSJ
Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐαίνομαι Medium diacritics: πολιαίνομαι Low diacritics: πολιαίνομαι Capitals: ΠΟΛΙΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: poliaínomai Transliteration B: poliainomai Transliteration C: poliainomai Beta Code: poliai/nomai

English (LSJ)

(πολιός) Pass.,    A grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.

French (Bailly abrégé)

blanchir d’écume.
Étymologie: πολιός.

Greek Monolingual

Α πολιός
(για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω.

Greek Monotonic

πολιαίνομαι: (πολιός), Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολιαίνομαι: покрываться седой (белой) пеной, пениться (θάλασσα πολιαινομένη Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιαίνομαι [πολιός] grijs worden, van de golven van de zee. Aeschl. Pers. 110.

Middle Liddell

πολιαίνομαι, πολιός
Pass. to grow white, Aesch.