πτύσχλοι

From LSJ
Revision as of 21:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύσχλοι Medium diacritics: πτύσχλοι Low diacritics: πτύσχλοι Capitals: ΠΤΥΣΧΛΟΙ
Transliteration A: ptýschloi Transliteration B: ptyschloi Transliteration C: ptyschloi Beta Code: ptu/sxloi

English (LSJ)

and πτύχλοι, οἱ,    A = ὑποδημάτιόν τι, Phot.; πτύοχλον (leg. πτύσχλον), = ὑπόδημα ἀνδρεῖον, Hsch.: cf. ἕπτυσχλοι (quod fort. legend.).

Greek (Liddell-Scott)

πτύσχλοι: ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι.

Greek Monolingual

οἱ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῑον»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού ε-].