σαρκόθλασμα

From LSJ
Revision as of 21:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόθλασμα Medium diacritics: σαρκόθλασμα Low diacritics: σαρκόθλασμα Capitals: ΣΑΡΚΟΘΛΑΣΜΑ
Transliteration A: sarkóthlasma Transliteration B: sarkothlasma Transliteration C: sarkothlasma Beta Code: sarko/qlasma

English (LSJ)

ατος, τό,    A bruise of the flesh, Orib.Syn.7.14 tit., Paul.Aeg.4.30.

German (Pape)

[Seite 863] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, ΜΑ
σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα.