σειστής

From LSJ
Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειστής Medium diacritics: σειστής Low diacritics: σειστής Capitals: ΣΕΙΣΤΗΣ
Transliteration A: seistḗs Transliteration B: seistēs Transliteration C: seistis Beta Code: seisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (σείω)    A earth-shaker, a kind of earthquake, Lyd. Ost.53.

German (Pape)

[Seite 869] ὁ, der Erderschütterer, Io. Lyd.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σείστης Ν σείω
αυτός που κουνιέται όταν περπατά («του σειστή, του λυγιστή 'μαι, του ταβερνογυριστή 'μαι», δημ. τραγούδι)
αρχ.
αυτός που προκαλεί σεισμούς.