σκώπευμα

From LSJ
Revision as of 22:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκώπευμα Medium diacritics: σκώπευμα Low diacritics: σκώπευμα Capitals: ΣΚΩΠΕΥΜΑ
Transliteration A: skṓpeuma Transliteration B: skōpeuma Transliteration C: skopevma Beta Code: skw/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,=    A σκώψ 2, A.Fr.79.

German (Pape)

[Seite 909] τό, das in die Ferne Sehen, Lob. zu Phryn. p. 613. – Eine Art Tanz, Aesch. frg. 25. S. σκώψ.

Greek (Liddell-Scott)

σκώπευμα: τό, = σκώψ (2)· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σχῆμα τῆς χειρὸς πρὸς τὸ μέτωπον τιθεμένης, ὥσπερ ἀποσκοπούντων».

Greek Monolingual

τὸ, Α
χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση της γλαύκας, αλλ. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. σκωπεύω].

Russian (Dvoretsky)

σκώπευμα: ατος τό σκώψ совиный танец (род пляски) Aesch.