σπερματώδης

From LSJ
Revision as of 22:39, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτώδης Medium diacritics: σπερματώδης Low diacritics: σπερματώδης Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: spermatṓdēs Transliteration B: spermatōdēs Transliteration C: spermatodis Beta Code: spermatw/dhs

English (LSJ)

ες,    A like seed, Sch.Nic.Al.253; σ. κίνησις the action of a sower, v.l. for σπασματώδης (q.v.).    II germinant, metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); in the germ, undeveloped, Artem.4 Prooem. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 920] ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σπόρον, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 252· σπ. κίνησις, ἡ κίνησις τοῦ σπέρματος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ σπασματώδης παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. ὁ ἐν σπέρματι ἔτι ὤν, μεταφορ., Χαρώνδ. παρὰ Στοβ. 289 ἐν τέλ.· ὁ ἐν σπέρματι, ἀνανάπτυκτος, στοιχειώδης, Ἀρτεμίδ. 4, ἐν προοιμ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπέρμα, -ατος]
1. αυτός που έχει το σχήμα σπόρου
2. γόνιμος, δημιουργικός
3. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σπέρματος, σε μορφή σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί
4. φρ. α) «σπερματώδης κίνησις» — κίνηση που μοιάζει με την κίνηση του σπέρματος (Αριστοτ.)
β) «σπερματῶδες βρῶμα» — διατροφή με σιτηρά και όσπρια.

Russian (Dvoretsky)

σπερμᾰτώδης: производящий семя (κίνησις Arst. - v. l. σπασματώδης).