στροταγέω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Full diacritics: στροταγέω | Medium diacritics: στροταγέω | Low diacritics: στροταγέω | Capitals: ΣΤΡΟΤΑΓΕΩ |
Transliteration A: strotagéō | Transliteration B: strotageō | Transliteration C: strotageo | Beta Code: strotage/w |
στρόταγος, στρότος, A v. στρατηγέω, στρατηγός, στρατός.
στροτᾱγέω: στροτᾱγός, Αἰολ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, -86, -91.