συγκάθεδρος

Revision as of 23:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A assessor, colleague, Ulp. ad D.21.178, Hsch. s.v. συνθάκων; condemned by Thom.Mag. p.292 R.

German (Pape)

[Seite 963] mit beisitzend, Lob. Phryn. 465.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάθεδρος: ὁ, τὴν αὐτὴν καθέδραν κατέχων, πάρεδρος, Μακάρ. 604D, Παλλαδ. Λαυσ. 1233C, κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 465.

Greek Monolingual

ό, ΜΑ
αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατά + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, σύν-εδρος].

Greek Monolingual

ό, ΜΑ
αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατά + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, σύν-εδρος].