συμμέτρησις

From LSJ
Revision as of 23:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμέτρησις Medium diacritics: συμμέτρησις Low diacritics: συμμέτρησις Capitals: ΣΥΜΜΕΤΡΗΣΙΣ
Transliteration A: symmétrēsis Transliteration B: symmetrēsis Transliteration C: symmetrisis Beta Code: summe/trhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A measuring by comparison, ἡ ξ. τῶν κλιμάκων computation of their length, Th.3.20; τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Epicur.Ep.3p.63U., cf. Phld.Ir.p.76 W.; τοῦ χρόνου D.H.Lys.5, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.5.4.

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, Abmessung, κλιμάκων, Thuc. 3, 20.

Greek (Liddell-Scott)

συμμέτρησις: ἡ, τὸ μετρεῖν διὰ συγκρίσεως ἢ παραβολῆς, ἡ τῶν κλιμάκων ξ., ὑπολογισμὸς τοῦ μήκους αὐτῶν (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ ὕψος τοῦ τείχους), Θουκυδ. 3. 20· τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 130.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de mesurer par comparaison.
Étymologie: συμμετρέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμμετρῶ
μέτρηση που γίνεται μετά από σύγκριση, από παραβολή («ἡ ξυμμέτρησις τῶν κλιμάκων» — υπολογισμός του μήκους τών κλιμάκων σε σύγκριση με το ύψος του τείχους, Θουκ.).

Greek Monotonic

συμμέτρησις: ἡ, μέτρηση μέσω σύγκρισης, συνυπολογισμός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμμέτρησις: εως ἡ (со)измерение, исчисление, подсчет Thuc., Diog. L.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμέτρησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμμέτρησις [συμμετρέω] het berekenen van de afmetingen, met gen. van iets:; τῶν κλιμάκων van de ladders; met ἐκ + gen. op basis van, door vergelijking met iets.

Middle Liddell

συμμέτρησις, εως, [from συμμετρέω
commeasurement, Thuc.