τετραβόειος

From LSJ
Revision as of 09:02, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβόειος Medium diacritics: τετραβόειος Low diacritics: τετραβόειος Capitals: ΤΕΤΡΑΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: tetrabóeios Transliteration B: tetraboeios Transliteration C: tetravoeios Beta Code: tetrabo/eios

English (LSJ)

ον,    A of four bull-hides, Call.Dian.53, Q.S.6.547.

German (Pape)

[Seite 1096] = τεσσαράβοιος; Callim. Dian. 52; Qu. Sm. 6, 547.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβόειος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τεσσάρων βοείων δορῶν, ἐπὶ ἀσπίδος, τετρ. σάκος Καλλ. εἰς Ἀρτ. 53, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 547.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα βοδιού («σάκει ἴσα τετραβοείων», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόειος (< βοῦς), πρβλ. πολυ-βόειος.