τετράστυλος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, A with four pillars in front, στοαί Phoen.6.11; of a temple, Vitr.3.3.7:— τετρά-στῡλον, τό, colonnade, Jahresh.26 Beibl.51 (Ephesus, i A.D.), POxy.2138.14 (iii A.D.), CPHerm.127vFr.1 i8 (iii A.D.); dub. sens. in PFlor.335.2 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1099] viersäulig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράστῡλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας στύλους ἔμπροσθεν, ἐπὶ ναοῦ, Βιτρούβ. 3. 2., 6. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράστυλος, -ον, ΝΑ
1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις στύλους στην πρόσοψη
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστυλο(ν)
κιονοστοιχία από τέσσερεις στύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στῦλος (πρβλ. πολύ-στυλος)].