τριχάρακτος
English (LSJ)
[χᾰ], ον, (χαράσσω) A divided in three places, πίναξ τ. ζώναις Ps.-Callisth. 1.4.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχάρακτος: [χᾰ], -ον, ὁ κεχαραγμένος εἰς τρία, Ψευδοκαλλισθένης σ. 4, σημ. 3.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
χαραγμένος ή χωρισμένος στα τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. δι-χάρακτος].