ἀλαβαρχέω
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A to be ἀλαβάρχης, J.AJ20.5.2.
German (Pape)
[Seite 88] ein αλαβάρχης sein, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾰβαρχέω: εἶμαι ἀλαβάρχης, Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 18. 8, 1., 20. 5, 2.
Spanish (DGE)
desempeñar el cargo de administrador general de impuestos I.AI 20.100.