ἀντέρεισμα

From LSJ
Revision as of 13:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέρεισμα Medium diacritics: ἀντέρεισμα Low diacritics: αντέρεισμα Capitals: ΑΝΤΕΡΕΙΣΜΑ
Transliteration A: antéreisma Transliteration B: antereisma Transliteration C: antereisma Beta Code: a)nte/reisma

English (LSJ)

ατος, τό,    A prop, Hsch. s.v. στῆλαι.

German (Pape)

[Seite 247] τό, das Entgegengestämmte, Strebepfeiler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέρεισμα: τό, ἀντηρίς, στήριγμα, «οἱ λίθοι τοῦ τείχους οἱ προεστῶτες κάτωθεν πρὸς ἀντέρεισμα» Ἡσύχ. ἐν λ. στῆλαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό apoyo Basil.M.29.21C, cf. Hsch.s.u. στῆλαι.

Greek Monolingual

το (Μ αντέρεισμα) αντερείδω
στήριγμα, αντηρίδα ξύλινη ή χτιστή
νεοελλ.
στρατ.. δευτερεύουσα κορυφογραμμή πού μοιάζει να στηρίζει το βουνό.