ἀποπίεσμα
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
[ῐ], ατος, τό, A pressure outwards or off, used of rods slightly bent, Hp.Fract.30.
German (Pape)
[Seite 319] τό, das Ausgedrückte, Trester, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπίεσμα: τό, πίεσις ἔκ τινος πράγματος, τὰ γὰρ ἀποπιέσματα (τῶν ῥάβδων)… τὰ μὲν ἂν ἐς τὸν πόδα ἀπάγοιτο τὰ δὲ ἐς τὸν μηρὸν Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 772.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 opresión, presión producida por un entablillado, Hp.Fract.30.
2 en plu. residuos de la cera de las abejas, Gal.19.113.