ἐκπετάννυμι

Revision as of 17:24, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

fut. -πετάσω,    A spread out, of a sail, E.IT1135 (lyr.); πώγωνα Luc.Tim.54; χεῖρας LXX Is.65.2; of wings, AP5.178.10 (Mel.); τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σκιάδειον Ar.Eq.1348; of a net, τὸ δὲ δίκτυον ἐκπεπέτασται Orac. ap. Hdt.1.62; στέφος ἐξεπέτασσε scattered it to the winds, Bion 1.88.    2 metaph., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς wholly given up to the revel, E.Cyc.497 (lyr.): pf. part. Pass. ἐκπεπταμένος wide open, κοῖλα καὶ ἐ. Hp.VM22; of gaping wounds, Id.Off. 11; ἐ. τοῖς βλεφάροις Ael.NA2.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω· ‒ ἁπλώνω, ἀνοίγω, ἐπὶ ἱστίου, Εὐρ. Ι. Τ. 1134· ἐπὶ πτερύγων, Ἀνθ. Π. 5. 179, 10· τὰ ὦτα ὥσπερ σκιάδειον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1348· ἐπὶ δικτύου, τὸ δὲ δίκτυον ἐκπεπέτασται Χρησμ. παρ᾿ Ἡροδ. 1. 62· στέφος ἐξεπέττασε (κατὰ Meineke ἐξεπάττασε, κατὰ δὲ Piers. ἐξεκέδασσε ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), τὸ διεσκόρπισεν εἰς τοὺς ἀνέμους, Βίων 1. 88. 2) μεταφ., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς, ὅλως παραδοθεὶς εἰς τὴν εὐθυμίαν, Εὐρ. Κύκλ. 497· πρβλ. ἐκπεπταμένως.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκπετάσω, ao. ἐξεπέτασα, pf. inus.
Pass. ao. ἐξεπετάσθην, pf. ἐκπεπέτασμαι;
déployer (une voile), tendre (un filet).
Étymologie: ἐκ, πετάννυμι.

Spanish (DGE)

• Morfología:v. tb. ἐκπέταμαι; fut. ἐκπετάσω E.HF 888, LXX Ez.12.13; aor. ἐξεπέτασα LXX Ex.9.33, ἐξεπέτασσα Gr.Naz.M.37.592A, 970A; plusperf. 3a ἐκπεπετάκεισαν Herm.Sim.9.3.2
I 1extender, desplegar ἱστία E.IT 1136, cf. IKalchedon 14.1 (I a./d.C.), Polyaen.8.20, τὰς χεῖρας πρὸς κύριον LXX l.c., cf. Is.65.2, Iust.Phil.Dial.90.4, Herm.l.c., Chrys.M.60.575, Gr.Naz.ll.cc., τὸν πώγωνα Luc.Tim.54, ἐπὶ γῆς δέρματα Gal.6.739, δίκτυα la araña, Ael.NA 1.21, τὰ ὦτα ... ὡς ἱστία Ael.NA 8.10, en v. pas. τὸ δίκτυον ἐκπεπέτασται Orác. en Hdt.1.62, ἱστίον ἐκπεταννύμενον Plu.2.590c, πρός τε τὸ ἐκπετάννυσθαι (λίνεον φάρσος) I.AI 3.128
abs. desplegar las velas ἐκπετάσας πᾶσι τοῖς ἀρμένοις Plb.1.44.3
fig. ὁ δὲ ἄφρων ἐξεπέτασεν ἑαυτοῦ κακίαν pero el insensato desplegó su necedad LXX Pr.13.16, ἐκπετάσω τὸ δίκτυόν μου ἐπ' αὐτόν LXX Ez.12.13, ἐκπέτασον ταχινὰς εἰς ἑτέρους πτέρυγας de Eros AP 5.179 (Mel.).
2 arq. abatir, disponer un desplome ἐξώστην Iul.Ascal.25, en v. pas. ἐκπεπετασμένον ἐξώστην Iul.Ascal.ib
fig. echar por tierra, arruinar, destruir σὸν ... γένος ... κακοῖσιν ἐκπετάσουσιν arruinarán tu raza bajo el peso de las calamidades E.HF 888.
II intr., en v. med. desplegarse, abrirse τὰ ... ὦτά σου ... ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σκιάδειον Ar.Eq.1347, ἔνια τῶν ἀνθῶν ... μεθ' ἡμέραν ἐκπετάννυται Thphr.CP 2.19.1.

English (Strong)

from ἐκ and a form of πέτομαι; to fly out, i.e. (by analogy) to extend: stretch forth.

English (Thayer)

(ἐκπηδάω) ἐκπηδω: 1st aorist ἐξεπήδασα; to spring out, leap forth: εἰς τόν ὄχλον, G L T Tr WH. (εἰς τόν λαόν, Sophocles and) Herodotus down. Deuteronomy 33:22.)

Greek Monotonic

ἐκπετάννῡμι: μέλ. -πετάσω, Παθ. αόρ. αʹ ἐξεπετάσθην, παρακ. ἐκπεπέτασμαι,
1. απλώνω, λέγεται για ιστίο, σε Ευρ.· για φτερά, σε Ανθ.· λέγεται για δίχτυ, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.
2. μεταφ., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς, πλήρως παραδομένος στη διασκέδαση, στο γλέντι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπετάννῡμι:
1) распускать, распростирать (ἱστία Eur.; πτέρυγας Anth.): ἐκπετάσας πᾶσι τοῖς ἀρμένοις Polyb. на всех парусах; ἐκπετάσας πώγωνα Luc. распушив бороду;
2) раскрывать (τὰ ὦτα ὥσπερ σκιάδειον Arph.);
3) раскидывать, расставлять (τὸ δίκτυον Her.);
4) pass. целиком предаваться: ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς Eur. весь отдавшись разгулу.

Middle Liddell

fut. -πετάσω aor1 pass. ἐξεπετάσθην perf. ἐκπεπέτασμαι
1. to spread out, of a sail, Eur.; of wings, Anth.; of a net, Orac. ap. Hdt.
2. metaph., ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς wholly given up to revel, Eur.

Chinese

原文音譯:™kpet£nnumi 誒克-胚貪匿米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-展開
字義溯源:飛出去,伸出,伸;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(πέτομαι)*=飛)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 我⋯伸(1) 羅10:21