ἐμβρίθεια
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, A weight, dignity, Suid., Zonar.; prob. in Inscr.Prien.108.65 (ii B. C.). II clumsiness of parts, opp. λεπτομέρεια, Epicur.Nat.14.4. III severity, μετὰ ἐμβριθείας κολαστέος Jul.Ep. 89a.
German (Pape)
[Seite 806] ἡ, Gewicht, Schwere, auch übertr., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρίθεια: ἡ, βαρύτης, σοβαρότης, Λατ. gravitas, Εὐστ. Πονημάτ. 202. 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 compactibilidad οὔτε γὰρ ἐ. ... στολὴν ἐπιδέχεται οὔτ[ε] λεπτομέρεια pues ni la compactibilidad ni la sutilidad (de los átomos?) admiten presión (del aire), Epicur.Nat.14.37.7.
2 fig. gravedad, dignidad dud. en IPr.108.65 (II a.C.), ἡ βασιλικὴ ... ἐ. Epiph.Const.Exp.Fid.4.3, sinón. de εὐστάθεια estabilidad Phryn.246.
3 severidad ὅστις γε ἀδικεῖ μὲν ἀνθρώπους ... μετὰ ἐμβριθείας κολαστέος cualquiera que ofende a los hombres, debe ser castigado con severidad Iul.Ep.89a.453a, cf. Tit.Bost.Man.M.18.1208A, Philost.HE 11.6.
Greek Monolingual
η (AM ἐμβρίθεια)
μσν.- νεοελλ.
σοβαρότητα, βαθύνοια, βαρύτητα
αρχ.-μσν.
αυστηρότητα
αρχ.
αδρομερής διατύπωση.