ἐπανθίζω

From LSJ
Revision as of 19:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανθίζω Medium diacritics: ἐπανθίζω Low diacritics: επανθίζω Capitals: ΕΠΑΝΘΙΖΩ
Transliteration A: epanthízō Transliteration B: epanthizō Transliteration C: epanthizo Beta Code: e)panqi/zw

English (LSJ)

   A deck as with flowers, make bright-coloured, ἐ. τινὶ ἐρύθημα give one a red tint, Luc.Hist. Conscr.13; ἐλέφαντα ἐ. τῷ χρυσῷ ib.51; brighten, give lustre to a dye, PHolm.17.9, al.:—Pass., χρώμασιν ἐπηνθισμένος D.S.1.49.    2 metaph., deck as with flowers, decorate, adorn, κωκυτοῖς ἐ. παιᾶνα A. Ch.150; πολλοῖς ἐ. πόνοισι γενεάν Id.Th.949:—Pass., ἀπαγγελία ἐπηνθισμένη ὀνόμασι ποιητικοῖς Philostr.VS1.15.4.—The aor. Med. ἐπηνθίσω is prob. corrupt in A.Ag.1459 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 902] mit Blumen schmücken, bunt machen, χρώμασιν ἐπηνθισμένος, bunt gemalt, D. Sic. 1, 49; ὑπὸ κινναβάρεως τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐπηνθισμένον Paus. 7, 26, 6; ἐλέφαντα ἐπήνθιζον χρυσῷ, mit Gold auslegen, Luc. hist. conscr. 51; ἂν ὁ γραφεὺς αὐταῖς ἐρύθημα πλεῖον ἐπανθίσῃ, rothe. Farbe aufträgt, ibd. 13; übrtr., von der Rede, ἀπαγγελία ὀνόμασι ποιητικοῖς ἐπηνθισμένη Philostr. – Aesch. sagt πολλοῖς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν, Spt. 932, mit Leid u. Graus das Geschlecht umkränzt habend; κωκυτοῖς ἐπανθίζειν παιᾶνα Ch. 148, mit den Wehklagen schmücken, durchflechten den Päan, Schol. στέφειν ὡς ἄνθεσι; im med., πολύμναστον ἐπηνθίσω αἷμ' ἄνιπτον Ag. 1438, du ließest aufblühen die Blutschuld, beflecktest dich mit Blut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανθίζω: μέλλ. -ίσω, κοσμῶ ὡς δι᾿ ἀνθέων, δίδω εἴς τι ἀνθηρὸν χρῶμα, ἢν ὁ γραφεὺς αὐταῖς ἐρύθημά τε πλεῖον ἐπανθίσῃ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· τὸν ἐλέφαντα... ἐπήνθιζον τῷ χρυσῷ, ἐκόσμουν, αὐτόθι 51. ‒ Παθ., χρώμασιν ἐπηνθισμένος Διόδ. 1. 49· (οὕτω διηνθισμένος ἐν Παυσ. 7. 26, 4)· ἐπηνθισμένη ὀνόμασι ποιητικοῖς Φιλόστρ. 500. 2) μεταφ., κοσμῶ ὡς δι᾿ ἀνθέων, ποικίλω, κωκυτοῖς ἐπανθίζειν παιᾶνα Αἰσχύλ. Χο. 150· περιβάλλω, πολλοῖς ἐπανθίζειν πόνοισι γενεὰν ὁ αὐτὸς Θήβ. 951. Ὁ Μέσ. ἀόρ. ἐπηνθίσω ἀπαντᾷ ἔν τινι ἠκρωτηριασμένῳ χωρίῳ, ὁ αὐτὸς ἐν Ἀγ. 1459.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπήνθιζον, ao. ἐπήνθισα, pf. Pass. ἐπήνθισμαι;
1 couvrir de fleurs, p. ext. parer, orner : ἐλέφαντα χρυσῷ LUC revêtir un éléphant d’ornements d’or ; τινι ἐρύθημα LUC colorer qqn de fard;
2 fig. émailler comme de fleurs : ἐπ. πολλοῖς πόνοισι γενεάν ESCHL entremêler d’épreuves nombreuses les destinées d’une race;
Moy. ἐπανθίζομαι se teindre de : αἷμα ESCHL de sang.
Étymologie: ἐπί, ἀνθίζω.

Greek Monolingual

ἐπανθίζω)
στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.)
αρχ.
ποικίλλω («ἰὼ πολλοῑς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐπανθίζω: μέλ. -σω, κοσμώ, στολίζω, διακοσμώ όπως με λουλούδια, δίνω σε κάτι φωτεινό, λαμπρό χρώμα, σε Λουκ.· μεταφ., διακοσμώ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανθίζω:
1) расцвечивать, раскрашивать (χρῶμασιν ἐπηνθισμένος Diod.);
2) украшать (ἐλέφαντα τῷ χρυοῷ Luc.): ἐ. τινὶ ἐρύθημα Luc. покрыть кого-л. румянами;
3) перен. уснащать (παιᾶνα κωκυτοῖς Aesch.);
4) отягощать (τινὰ πολλοῖς πονοισι Aesch.);
5) med. обагрять себя (αἷμα Aesch.).

Middle Liddell

fut. σω
to deck as with flowers, to make bright-coloured, Luc.:—metaph. to decorate, Aesch.