ἐπιτατικός

Revision as of 19:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν, (ἐπιτείνω)    A intensive, τὸ δα- ἐ. Sch.Theoc.2.14 ; of μᾶλλον, A.D.Conj.223.4. Adv. -κῶς Sch.S.OC632 : Comp. -ώτερον Vett.Val.117.36.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, anspannend, vermehrend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰτικός: -ή, -όν, (ἐπιτείνω) ὁ σημαίνων ἐπίτασιν, ἀντίθετον τῷ ἀνεκτικός, «ἢ τὸ δα ἐπιτατικὸν» (ἐν τῇ λ. δασπλῆτι) Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 632, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτατικός, -ή, -ό)
επίταση
αυτός που αυξάνει την τάση, που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην επίταση
2. γραμμ. (για λέξεις, μόρια κ.λπ.) αυτός που επαυξάνει τη σημασία ενός όρου της πρότασης.
επίρρ...
επιτατικώς και -ά
με επίταση, με επαύξηση της επίτασης.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτᾰτικός: грам. усилительный (о приставках ἀ-, ζα-).