ἐπιτίτθιος

From LSJ
Revision as of 20:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίτθιος Medium diacritics: ἐπιτίτθιος Low diacritics: επιτίτθιος Capitals: ΕΠΙΤΙΤΘΙΟΣ
Transliteration A: epitítthios Transliteration B: epititthios Transliteration C: epititthios Beta Code: e)piti/tqios

English (LSJ)

ον,    A at the breast, παῖς AP11.243 (Nicarch.): Subst., ὁ, a suckling, Theoc.24.54.

German (Pape)

[Seite 994] an der Mutterbrust liegend, noch saugend, παῖς, Nicarch. 15 (XI, 243); Theocr. 24, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίτθιος: -ον, ἐπιμάζιος, ἐπιμαστίδιος, «’ς τὸ βυζί», Λατ. subrumus, παῖδα λιπὼν οἴκοις ἐπιτίτθιον Ἀνθ. Π. 11. 243· ἀπολ., γαλαθηνός, Θεόκρ. 24. 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est encore à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, τίτθη.

Greek Monolingual

ἐπιτίτθιος, -ον (Α)
1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο
2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος
βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιτθός «γυναικείος μαστός»].

Greek Monotonic

ἐπιτίτθιος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο στήθος, βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτίτθιος: II ὁ грудной младенец Theocr.
питающийся материнским молоком, грудной (παῖς Anth.).

Middle Liddell

ἐπι-τίτθιος, ον
at the breast, a suckling, Theocr.