ἐχθροειδῶς
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
Adv. A = ὑπόπτως, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1125] wie ein Feind, Erkl. von ὑπόπτως, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθροειδῶς: ὡς ἐχθρός, Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπόπτως.
Greek Monolingual
ἐχθροειδῶς (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόπτως».