ἔνθρυσκον
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό, A = ἄνθρυσκον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 843] τό, od. ἄνθρυσκον, ein wildwachsendes Doldengewächs, Pherecrat. Ath. VII, 316 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθρυσκον: τό, ἴδε ἐν λ. ἄνθρυσκον.
Spanish (DGE)
v. ἄνθρυσκον.
Greek Monolingual
ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α)
άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο.