ἴμεν
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Full diacritics: ἴμεν | Medium diacritics: ἴμεν | Low diacritics: ίμεν | Capitals: ΙΜΕΝ |
Transliteration A: ímen | Transliteration B: imen | Transliteration C: imen | Beta Code: i)/men |
ἴμεναι [ῐ], Ep. inf. of εἶμι ( A ibo).
ἴμεν: ἴμεναι ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ εἶμι.
1ᵉ pl. de εἶμι;
inf. prés. épq. de εἶμι.
ἴμεν:I. αʹ πληθ. του εἶμι (ibo), II.ἴμεν, ἴμεναι [ῐ], Επικ. απαρ. του εἶμι.