ὀκτάκερκις
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, A with eight spokes, EM 621.16.
German (Pape)
[Seite 317] achtschwänzig, E. M. 621, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκερκις: -ιδος, ὁ, ἡ, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, ὁ ἔχων ὀκτὼ κνήμας, ὀκτάκνημος, Ἐτυμ. Μέγ. 621, 16, ἴδε ὀκτάκνημος.
Greek Monolingual
ὀκτάκερκις, ὁ, ἡ (Α)
(για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κερκίς «μακριά και λεπτή ράβδος»].