ὀβελίτης
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, A = ὀβελίας, Poll.1.248, cf. Hsch. s.v. ἀκροβολίδες.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, ἄρτος, = ὀβελίας, Poll. 1, 248.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβελίτης: [ῑ], ὁ, = ὀβελίας, Πολυδ. Α΄, 248, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκροβολίδες.
Greek Monolingual
ὀβελίτης, ὁ (Α)
1. οβελίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῡ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων».