ὁμοιόχωρος
English (LSJ)
ον, A belonging to a similar place, Herm. ap. Stob. 1.49.69.
German (Pape)
[Seite 336] gleichen Raum einnehmend, Stob. ecl. phys. p. 1102.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόχωρος: -ον, ὁ πληρῶν ὅμοιον χῶρον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 1102.
Greek Monolingual
ὁμοιόχωρος, -ον (Α)
αυτός που καταλαμβάνει όμοιο χώρο με έναν άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χῶρος.