ὑδρότης

Revision as of 08:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A moisture, Procl.Par.Ptol.166.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρότης: -ητος, ἡ, ὑγρασία, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σελ. 166.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α
υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + -ότης].