εὐεστώ

From LSJ
Revision as of 01:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεστώ Medium diacritics: εὐεστώ Low diacritics: ευεστώ Capitals: ΕΥΕΣΤΩ
Transliteration A: euestṓ Transliteration B: euestō Transliteration C: evesto Beta Code: eu)estw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, v. sub εὖ) A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85; ἐν εὐ. φίλῃ A.Th.187, Ag.929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib.647, cf. Call.Aet.4.1.7.

German (Pape)

[Seite 1066] οῦς, ἡ (εἰμί), das Wohlsein, Wohlbefinden, Glückseligkeit; πόλις χαίρουσα εὐεστοῖ Aesch. Ag. 633; βίον τελευτήσαντ' ἐν εὐεστοῖ φίλῃ 903, vgl. Spt. 169; Her. 1, 85 u. Sp.; VLL. εὐθηνία, εὐδαιμονία; D. L. 9, 45 καλεῖ δὲ αὐτὴν (εὐθυμίαν) καὶ εὐεστώ; s. Lob. zu Phryn. p. 466.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεστώ: -οῦς, ἡ, (εὖ, ἐστώ, ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ κατάστασις, ἡσυχία, ἠρεμία, εὐτυχία, ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. ἐστώ, ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
bon état, bonne situation, prospérité.
Étymologie: εὖ, ἐστώ.

Greek Monolingual

εὐεστώ, -οῡς, ἡ (Α)
1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», Ηρόδ.)
2. τίτλος έργου του Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. του ουσία].

Greek Monotonic

εὐεστώ: -οῦς, ἡ, υπάρχω, υφίσταμαι, ζω, από εἰμί (sum)], καλή κατάσταση, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, αταραξία, ευημερία, ευδαιμονία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐεστώ: οῦς ἡ εἰμί благосостояние, благополучие, процветание Aesch., Diog. L.: ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Her. в пору былого благоденствия.

Middle Liddell

ἐστώ being, from εἰμί sum]
well-being, tranquillity, prosperity, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

happiness, good fortune, good luck

⇢ Look up "εὐεστώ" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)