ἐριβρύχης

From LSJ
Revision as of 10:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρύχης Medium diacritics: ἐριβρύχης Low diacritics: εριβρύχης Capitals: ΕΡΙΒΡΥΧΗΣ
Transliteration A: eribrýchēs Transliteration B: eribrychēs Transliteration C: erivrychis Beta Code: e)ribru/xhs

English (LSJ)

[ῡ], ου, Ep. εω, ὁ, = sq., A ταῦρος Hes.Th.832 ; σῦς B.5.116 ; πόντος, λέων, Opp.H.1.476, 709.

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, = Folgdm, ταῦρος Hes. Th. 832; πόντος, λέων, Opp. H. 1, 476. 709.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρύχης: ῡ, γεν. -ου, Ἐπικ. -εω, ὁ, = τῷ ἑπομ., ταύρου ἐριβρυχέω μένος ἄσχετον Ἡσ. Θ. 832· σῦς ἐριβρύχας Βακχυλ. 5. 116 (ἔκδ. Blass)· πόντος, λέων Ὀππ. Ἁλ. 1. 476. 709.

Greek Monolingual

ἐριβρύχης, ὁ (Α)
1. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω μένος ἄσχετον», Ησίοδ.)
2. μτφ. (για το πέλαγος) («πόντον ἐριβρύχην» — τη θάλασσα που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρύχης (< βρυχώμαι)].

Greek Monotonic

ἐριβρύχης: [ῡ], γεν. -ου, Επικ. -εω, , = το επόμ., σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐριβρύχης: ου (ῡ) ὁ громко ревущий (ταῦρος Hes.).

Middle Liddell

= ἐρίβρῡχος, Hes.]