Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
Full diacritics: γλᾰμώδης | Medium diacritics: γλαμώδης | Low diacritics: γλαμώδης | Capitals: ΓΛΑΜΩΔΗΣ |
Transliteration A: glamṓdēs | Transliteration B: glamōdēs | Transliteration C: glamodis | Beta Code: glamw/dhs |
ες, A = γλαμυρός, EM232.44.
γλαμώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Ε. Μ. 232. 42.
-ες legañosoglos. a γλαμυρός Hsch., cf. EM 232.44G.
γλαμώδης, -ες (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών γλαμυρός, γλάμων σε -ώδης].